- ορεκτικότητα
- [-ης (-ητος)] η аппетитность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ορεκτικότητα — η [ορεκτικός] η ιδιότητα τού ορεκτικού, η διάθεση τού ορεκτικού … Dictionary of Greek